Definify.com

Definition 2024


αποτελείται

αποτελείται

Greek

Verb

αποτελείται (apoteleítai)

  1. third-person singular present of αποτελούμαι (apoteloúmai)
    Η ατμόσφαιρα της Γης αποτελείται κατά 21% από οξυγόνο. (The atmosphere of the Earth consists of 21% oxygen.)