Definify.com
Definition 2025
αποταμίευση
αποταμίευση
Greek
Noun
αποταμίευση • (apotamíefsi) f (plural αποταμιεύσεις)
Declension
declension of αποταμίευση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αποταμίευση | αποταμιεύσεις |
| genitive | αποταμίευσης / αποταμιεύσεως | αποταμιεύσεων |
| accusative | αποταμίευση | αποταμιεύσεις |
| vocative | αποταμίευση | αποταμιεύσεις |
Related terms
- see: αποταμιεύω (apotamiévo, “to save, to save up”)