Definify.com

Definition 2024


αποκαθιστώ

αποκαθιστώ

Greek

Alternative forms

Verb

αποκαθιστώ (apokathistó) (simple past αποκατέστησα or αποκατάστησα, passive form αποκαθίσταμαι)

  1. repair, restore to normal
    πρέπει να αποκαταστήσουμε τη βλάβη στο δίκτυο ύδρευσης (we must repair the damage to the water supply)
  2. provide for (financially)
  3. (colloquial) marry off, marry
    Δεν ήθελε να νυμφευτεί ο ίδιος πριν αποκαταστήσει την αδελφή του. (He will not marry until he has married off his sister.)

Conjugation

This verb needs an inflection-table template.