Definify.com

Definition 2024


αντισυνταγματάρχη

αντισυνταγματάρχη

Greek

Noun

αντισυνταγματάρχη (antisyntagmatárchi) m, f

  1. Genitive, accusative and vocative singular form of αντισυνταγματάρχης (antisyntagmatárchis).