Definify.com

Definition 2024


αντικαταθλιπτικούς

αντικαταθλιπτικούς

Greek

Adjective

αντικαταθλιπτικούς (antikatathliptikoús)

  1. Accusative masculine plural form of αντικαταθλιπτικός (antikatathliptikós).