Definify.com

Definition 2024


ανθρακικό_νάτριο

ανθρακικό νάτριο

Greek

Noun

ανθρακικό νάτριο (anthrakikó nátrio) n

  1. (chemistry) sodium carbonate

Declension

see: ανθρακικό (anthrakikó) and νάτριο (nátrio)

Related terms