Definify.com

Definition 2024


αλλά

αλλά

See also: ἀλλά, άλλα, and αλά

Greek

Conjunction

αλλά (allá)

  1. but
    Είναι έξυπνος αλλά τεμπέλης.Eínai éxypnos allá tempélis. ― He is clever but lazy.

Synonyms