Definify.com

Definition 2024


ακόμα

ακόμα

Greek

Alternative forms

Adverb

ακόμα (akóma)

  1. yet, still
    Είναι ακόμα ζωντανός.Eínai akóma zontanós. ― He's still alive.
  2. even (with και)
    Ακόμα και η Ελένη είπε ναι!.Akóma kai i Eléni eípe nai!. ― Even Helen said yes!
  3. more
    Χρειάζομαι ακόμα δύο μέρες.Chreiázomai akóma dýo méres. ― I need two more days.
  4. remaining, other

Synonyms

Derived terms