Definify.com

Definition 2024


ακτινοβολία_Χ

ακτινοβολία Χ

Greek

Noun

ακτινοβολία Χ (aktinovolía Ch) f (plural ακτινοβολίες Χ)

  1. (physics, medicine, light) X-ray radiation (especially a beam)

Declension

see: ακτινοβολία (aktinovolía)

Coordinate terms