Definify.com

Definition 2024


ακαμάτης

ακαμάτης

Greek

Noun

ακαμάτης (akamátis) m (plural ακαμάτηδες, feminine ακαμάτρα or ακαμάτισσα)

  1. sluggard, layabout, lazybones, loafer, slouch

Declension

Synonyms

See also

  • αλήτης n (alítis, bum, tramp)
  • αργόσχολος (argóscholos, workshy)