Definify.com

Definition 2024


αιγαιοπελαγίτικος

αιγαιοπελαγίτικος

Greek

Adjective

αιγαιοπελαγίτικος (aigaiopelagítikos) m (feminine αιγαιοπελαγίτικη, neuter αιγαιοπελαγίτικο)

  1. Aegean (relating to the Aegean Sea or its Bronze Age civilisation)

Related terms