Definify.com

Definition 2024


αεροδυναμικού

αεροδυναμικού

Greek

Adjective

αεροδυναμικού (aerodynamikoú)

  1. Genitive masculine singular form of αεροδυναμικός (aerodynamikós).
  2. Genitive neuter singular form of αεροδυναμικός (aerodynamikós).