Definify.com

Definition 2024


αγροκαλλιέργεια

αγροκαλλιέργεια

Greek

Noun

αγροκαλλιέργεια (agrokalliérgeia) f

  1. agriculture
    αστική αγροκαλλιέργεια
    urban agriculture

Declension

Related terms

see: αγρός m (agrós, field)