Definify.com

Definition 2024


αγριοπερίστερο

αγριοπερίστερο

Greek

Noun

αγριοπερίστερο (agrioperístero) n (plural αγριοπερίστρα)

  1. rock dove, rock pigeon (Columba livia)

Declension

Synonyms

Related terms

Coordinate terms

External links