Definify.com

Definition 2024


έτσι

έτσι

Greek

Adverb

έτσι (étsi)

  1. thus; like this; like that.
  2. (colloquial) for no reason or for no money

Derived terms

  • έτσι και (étsi kai, if)
  • έτσι και έτσι (étsi kai étsi), έτσι κέτσι (étsi kétsi, so-so)
  • είτε έτσι είτε αλλιώς (eíte étsi eíte alliós, one way or another)
  • έτσι κι αλλιώς (étsi ki alliós, anyway)
  • έτσι που λες! (étsi pou les!, so you say!)
  • όχι και έτσι (óchi kai étsi, enough)
  • έτσι δεν είναι; (étsi den eínai?, Isn't that right?)
  • ώστε έτσι; (óste étsi?, is it?)
  • έτσι το 'πα (étsi to 'pa, that's how I said it!)

Noun

έτσι (étsi) (invariable)

  1. (colloquial) (always with article) indicates a known person