Definify.com

Definition 2024


έντομο

έντομο

Greek

Noun

έντομο (éntomo) n (plural έντομα)

  1. insect

Declension

Related terms

  • εντομοκτόνο (entomoktóno)
  • εντομοαπωθητικό (entomoapothitikó)
  • εντομοφάγο (entomofágo)