Definify.com

Definition 2024


Μεγάλη_Τεσσαρακοστή

Μεγάλη Τεσσαρακοστή

Greek

Proper noun

Μεγάλη Τεσσαρακοστή (Megáli Tessarakostí) f

  1. (religion) Lent

Declension

see: μεγάλος (megálos) and τεσσαρακοστή (tessarakostí)

Synonyms

External links