Definify.com

Definition 2024


ἄμμος

ἄμμος

See also: άμμος

Ancient Greek

Alternative forms

  • ἅμμος (hámmos)

Noun

ἄμμος (ámmos) f (genitive ἄμμου); second declension

  1. sand
    • Plato, Phaedo 110.A
      σήραγγες δὲ καὶ ἄμμος καὶ πηλὸς ἀμήχανος καὶ βόρβοροί εἰσιν
  2. sandy ground, a racecourse
    • Xenophon, Memorabilia 3.3.6
      ἐάν που κινδυνεύειν δέῃ, πότερον ἐπάγειν τοὺς πολεμίους ἐπὶ τὴν ἄμμον κελεύσεις

Inflection

References