Definify.com
Definition 2024
υπόκοσμος
υπόκοσμος
Greek
Noun
υπόκοσμος • (ypókosmos) m
- underworld (part of society engaged in crime or vice)
Declension
declension of υπόκοσμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπόκοσμος | υπόκοσμοι |
genitive | υπόκοσμου / υποκόσμου | υπόκοσμων / υποκόσμων |
accusative | υπόκοσμο | υπόκοσμους / υποκόσμους |
vocative | υπόκοσμε | υπόκοσμοι |