Definify.com
Definition 2024
κατάστρωμα
κατάστρωμα
Greek
Noun
κατάστρωμα • (katástroma) n (plural καταστρώματα)
Declension
declension of κατάστρωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάστρωμα | καταστρώματα |
genitive | καταστρώματος | καταστρωμάτων |
accusative | κατάστρωμα | καταστρώματα |
vocative | κατάστρωμα | καταστρώματα |