Definify.com
Definition 2024
ιστορικό
ιστορικό
Greek
Noun
ιστορικό • (istorikó) n (plural ιστορικά)
- (historical) time-line, history, event log
- (medicine) medical records, case history
Declension
declension of ιστορικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστορικό | ιστορικά |
genitive | ιστορικού | ιστορικών |
accusative | ιστορικό | ιστορικά |
vocative | ιστορικό | ιστορικά |
Related terms
- see: ιστορία ("academic subject, study of history")
See also
- Ιστορία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Etymology 2
Noun
ιστορικό • (istorikó) c