Definify.com

Definition 2024


αυτοκινητοδρόμους

αυτοκινητοδρόμους

Greek

Noun

αυτοκινητοδρόμους (aftokinitodrómous) m

  1. Accusative plural form of αυτοκινητόδρομος (aftokinitódromos).