Definify.com
Definition 2024
αποτυχία
αποτυχία
Greek
Noun
αποτυχία • (apotychía) f (plural αποτυχίες)
Declension
declension of αποτυχία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποτυχία | αποτυχίες |
genitive | αποτυχίας | αποτυχιών |
accusative | αποτυχία | αποτυχίες |
vocative | αποτυχία | αποτυχίες |
Related terms
- αποτυχαίνω (apotychaíno, “to fail”)
- αποτυγχάνω (apotyncháno, “to fail”)
- αποτυχημένος (apotychiménos, “failed”)
Antonyms
- επιτυχία f (epitychía, “success”)