Definify.com
Definition 2024
αξιόγραφο
αξιόγραφο
Greek
Noun
αξιόγραφο • (axiógrafo) n (plural αξιόγραφα)
- (finance) security
Declension
declension of αξιόγραφο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αξιόγραφο | αξιόγραφα |
genitive | αξιογράφου | αξιογράφων |
accusative | αξιόγραφο | αξιόγραφα |
vocative | αξιόγραφο | αξιόγραφα |
Synonyms
- εγγύηση f (engýisi)